- τελάλισμα
- το, Ν [τελαλώ]τελαλητό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τελάλισμα — το, ατος και ντελάλισμα, το ατος, διαλάληση, δημόσια διακήρυξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προκήρυξη — η / προκήρυξις, ύξεως, ΝΑ [προκηρύσσω] διακήρυξη, γνωστοποίηση μέσω κήρυκα, διαλάλημα, τελάλισμα νεοελλ. 1. επίσημη δημόσια προαναγγελία που αναφέρεται σε μελλοντική ενέργεια (α. «προκήρυξη δημοπρασίας» β. «προκήρυξη διαγωνισμού») 2. έντυπη… … Dictionary of Greek